νεάζει

νεάζει
νεάζω
to be young
pres ind mp 2nd sg
νεάζω
to be young
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπεμπέκα — η 1. (υποκορ. τού μπέμπα) κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) ώριμη γυναίκα που νεάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bebek] …   Dictionary of Greek

  • τρελός — και παλ. τ. τρελλός, ή, ό, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας 2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις») 3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι») 4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα») 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”